- πασαένας
- öteki beriki, şu bu, el
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πασαένας, ο, πασαμία, η, πασαένα — το ο καθένας (σε λαϊκή απόχρωση): Δεν μπορεί ο πασαένας να κανονίζει τη θέρμανση της πολυκατοικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασαένας — πασαμία, πασαένα, αρσ. και πασανείς (επιμεριστική αντων.) καθένας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «πᾶσα, ἕν» (< πᾶσα θηλ. τής αντωνυμίας πᾶς + εἷς / ἕνας), κατά τα «πᾶσα μέρα», «πᾶσα ὥρα» κ.λπ.] … Dictionary of Greek
πασανείς — (αντων.) βλ. πασαένας … Dictionary of Greek